Σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου το Επιστημονικό Συμβούλιο .
ΑΝΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΤΑΚΗΔΕΣ.
Δεν νομιμοποιεί αλλά ούτε εκφράζει και ενστάσεις το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής για την τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με το εκλογικό μπλόκο στο κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη.
Δεν εκφέρουν ιδιαίτερα συνταγματικά κωλύματα οι Συντάκτες της έκθεσης του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής σε ότι αφορά την τροπολογία Κασιδιάρη.
Μολονότι ζητούν ορισμένες «βελτιώσεις», σημειώνουν για παράδειγμα: «Ευνόητο είναι ότι ο Άρειος Πάγος δεν καλείται να εκφέρει θετική κρίση περιέχουσα αξιολογήσεις ανήκουσες στην ελεύθερη δηµόσια σφαίρα, προκειµένου να διαπιστώσει αν πολιτικό κόµµα εξυπηρετεί το δηµοκρατικό πολίτευµα, αλλά αν σε συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν λόγοι, αναγόµενοι στη δράση προσώπων που έχουν καταδικασθεί για τα ανωτέρω αδικήµατα και στις αντίστοιχες ποινές, βάσει των οποίων συνάγεται ότι η δράση πολιτικού κόµµατος υπονοµεύει ή αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και, εποµένως, δεν είναι συµβατή µε αυτή. Σηµείο το οποίο χρήζει ανάλογης αποτύπωσης στο κείµενο του νόµου, ενόψει οριοθέτησης της σχετικής δικανικής κρίσης».
Παράλληλα, τονίζουν ότι η ενδεχόµενη εµπλοκή µελών της ηγεσίας πολιτικού κόµµατος, τα οποία, δεδοµένης της φύσεως αυτού ως νοµικού προσώπου, (άρ. 29 παρ. 6 ν. 3023/2002) προδήλως καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τη δράση του, σε εγκληµατικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα, αποτελεί, εν όψει της φύσεως των αδικηµάτων και της συνάρτησής τους προς την οµαλή λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, σοβαρό λόγο, ο οποίος καθιστά συνταγµατικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής οικονοµικής ενίσχυσης προς το εν λόγω πολιτικό κόµµα, δεδοµένου µάλιστα ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η αναστολή έχει προσωρινό χαρακτήρα, µέχρις ότου αποφανθούν αµετάκλητα τα κατά το Σύνταγµα αρµόδια ποινικά δικαστήρια.
Ακόμα, υπογραμμίζουν: «Το κρίσιµο στοιχείο, εν προκειµένω, δεν είναι η προσωπική απαξία όσων έχουν διαπράξει τα ως άνω εγκλήµατα και έχουν καταδικασθεί για αυτά, αλλά το ότι πολιτικά κόµµατα καταρτίζουν διά των εν λόγω προσώπων ή περιλαµβάνουν στους συνδυασµούς τους πρόσωπα που καλούνται, εκλεγόµενα, ενώ έχουν καταδικασθεί για εγκλήµατα µε πολιτειακή απαξία, να συµπράξουν στη λειτουργία του πολιτεύµατος. Εποµένως, η καταδίκη τους για αδικήµατα µε πολιτειακή απαξία, και στις ως άνω ποινές, θεµελιώνει ενδεχόµενη κρίση του Δικαστηρίου περί εναντίωσης πολιτικού κόµµατος στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύµατος. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε και να επιβεβαιωθεί ο κατάλογος των εν λόγω εγκληµάτων ως εγκληµάτων ενεχόντων πολιτειακή απαξία».
Ακολουθεί το έγγραφο της γνωμοδότησης – Τα πιο ουσιαστικά σημεία.
Τι υποστηρίζει η γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Επί του άρθρου 87
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στοιχείο της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματος και του πολυκομματισμού είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο οποίος διαμορφώνεται από τους φορείς τους, αξιολογείται, προεχόντως, από τον λαό. Κατά την κρατούσα, εξ άλλου, θέση, δεν είναι επιτρεπτή η διάλυση πολιτικού κόμματος που έχει νομίμως ιδρυθεί
Τα κόμματα εισέρχονται και λειτουργούν τόσο στην πολιτική κοινωνία όσο και στο πολιτειακό επίπεδο σχηματισμού της κρατικής θέλησης, η οποία υπόκειται στην αρχή της συνταγματικής νομιμότητας. Βασική πύλη εισόδου στο πολιτειακό επίπεδο είναι η συμμετοχή στις εθνικές εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής, που αποτελεί το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό σώμα, του οποίου οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Έτσι, π.χ., οι βουλευτές, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, δίδουν όρκο πίστης στην πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα .
Εξ άλλου, η Πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση,
την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφρασης της
λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 52 Σ).
Στο πλαίσιο των ανωτέρω και των σχετικών προς αυτές συνταγματικών
ρυθμίσεων, ο νόμος 4804/2021 όρισε, στο άρθρο 93 (ρύθμιση που έχει
ενσωματωθεί στο άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012), ότι «[δ]ικαίωμα
κατάρτισης συνδυασμού ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων έχουν όσα
πο-
λιτικά κόμματα: α) ιδρύθηκαν νόμιμα, και β) ο πρόεδρος, ο
γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος
εκπρόσωπ[ό]ς [τους] δεν έχουν καταδικασθεί: βα) σε κάθειρξη για τα
αδικήματα των κεφαλαίων
1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή ββ) σε οποιαδήποτε ποινή
για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν
την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή βγ) σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο
αδίκημα. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με
την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας
ποινής.
Το χρονικό διάστημα αποστέρησης του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος».
Κατά το άρθρο 55 παρ. 1 του Συντάγματος, πολίτης δεν μπορεί να
στερηθεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνο αν έχει στερηθεί του
δικαιώματος του εκλέγειν και δεν διαθέτει το νόμιμο όριο ηλικίας. Του
δικαιώματος του εκλέγειν στερείται πολίτης, μεταξύ άλλων, συνεπεία
ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα, η οποία έχει καταστεί
αμετάκλητη. Η στέρηση από πολίτη του δικαιώματος του εκλέγεσθαι και η
στέρηση, κατ’ εφαρμογήν του νόμου, από κόμμα δικαιωμάτων του
σχετιζόμενων με τη συμμετοχή του στην εθνική αντιπροσωπεία τυγχάνουν, ως
διαφορετικές νομικές καταστάσεις, διαφορετικής νομικής αντιμετώπισης.
Στη δεύτερη περίπτωση, αντικειμενικά δεδομένα, όπως, π.χ.,
καταδικαστικές αποφάσεις συγκεκριμένων προσώπων για εγκλήματα που
ενέχουν ιδιάζουσα πολιτειακή απαξία και τιμωρούνται με αντίστοιχες
ποινές, επιφέρουν ως συνέπεια, όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, π.χ., την
αναστολή χρηματοδότησής τους (πβλ. και ΟλΣτΕ 518/2015, σκ. 9, όπου
αναφέρονται και τα εξής: «[ό]πως έχει κριθεί, το Σύνταγμα δεν αποκλείει
τη θέσπιση με νόμο προϋποθέσεων για την παροχή κρατικής οικονομικής
ενίσχυσης των κομμάτων, εφ’ όσον αυτές στηρίζονται σε κριτήρια
αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού,
ο οποίος συνάπτεται με την ύπαρξη κομμάτων που αντιπροσωπεύουν εν
ενεργεία πολιτικές δυνάμεις, των οποίων η παρουσία στην πο-
λιτική σκηνή είναι έκδηλη.
Περαιτέρω, δύναται ο νομοθέτης, μέσα στα πλαίσια της αρχής της
αναλογικότητος και του σεβασμού του δικαιώματος παροχής εννόμου
προστασίας κατά το άρθ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος, να θεσπίζει αρ-
νητικές προϋποθέσεις, οι οποίες κωλύουν την παροχή κρατικής οικονομικής
ενίσχυσης, όχι μόνο για λόγους αφορώντες τη διαχείριση της ενίσχυσης
αυτής εκ μέρους του δικαιούχου κόμματος (άρθρα 23 και 24 του Ν.
3023/2002), αλλά και για λόγους ουσιαστικούς, συναρτώμενους προς την εν
γένει δρά-
ση αυτού, η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος οφείλει να
εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η
ενδεχόμενη εμπλοκή μελών της ηγεσίας πολιτικού κόμματος, τα οποία,
δεδομένης της φύσεως αυτού ως νομικού προσώπου, (άρ. 29 παρ. 6 ν.
3023/2002) προδήλως καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δράση του, σε
εγκληματικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα,
αποτελεί, εν όψει της φύσεως των αδικημάτων και της συνάρτησής τουςπρος
την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, σοβαρό λόγο, ο
οποίος καθιστά συνταγματικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής
οικονομικής ενίσχυσης προς το εν λόγω πολιτικό κόμμα, δεδομένου μάλιστα
ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η αναστολή έχει προσωρινό χαρακτήρα, μέχρις
ότου αποφανθούν αμετάκλητα τα κατά το Σύνταγμα αρμόδια ποινικά
δικαστήρια,
η δε επιβολή της δύναται να αμφισβητηθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ»).
Β. Με το προτεινόμενο άρθρο 87, η περίπτωση (β) του άρθρου 32 παρ.
1π.δ. 26/2012 διευρύνεται, ώστε να καταλαμβάνει και την περίπτωση που η
εν λόγω τυχόν καταδίκη αφορά όχι μόνο την καταστατική, αλλά και την
πραγματική ηγεσία κόμματος. Έννοια την οποία η προτεινόμενη ρύθμιση
προσ-
διορίζει.
Σημειωτέον ότι ήδη το άρθρο 7Α παρ. 1 του ν. 3023/2002 (προστέθηκε
στον ν. 3023/2002 με το άρθρο 23 του ν. 4203/2013, ΦΕΚ Α ́
235/01.11.2013) περιλαμβάνει την «πραγματική διεύθυνση κόμματος» μεταξύ
των ιδιοτήτων των προσώπων, δίωξη και επιβολή προσωρινής κράτησης σε
βάρος των οποίων άγει σε αναστολή χρηματοδότησης του οικείου κόμματος:
«[σ]ε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το
άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά του αρχηγού κόμ-
ματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την
πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των
βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των
μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπι-
σμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για τα εγκλήματα των
άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους
κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της
Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών. Η αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις
των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος
στο οποίο ανήκουν ή στο όνομα αυτού».
Περαιτέρω, με το προτεινόμενο άρθρο 87 εισάγεται στο άρθρο 32 παρ. 1
του π.δ. 26/2012 νέα περίπτωση (γ), με την οποία προστίθεται ως
προϋπόθεση για την κατάρτιση συνδυασμών, το πολιτικό κόμμα να υπηρετεί
την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για τη σχετική
αξιολόγη-
ση, λαμβάνεται υπόψη η τυχόν καταδίκη υποψηφίων βουλευτών, ιδρυτικών
μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αναφερόμενα στην προτεινόμενη
ρύθμιση αδικήματα, προβλέπεται δε ότι η συνδρομή των οικείων
προϋποθέσεων ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το Α ́ Τμήμα (και δη το Α1
Τμήμα, κατάτο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4954/2022) του Αρείου Πάγου.
Επειδή, όπως προκύπτει από τον δηλούμενο σκοπό της προτεινόμενης
ρύθμισης, η περίπτωση (γ) καταλαμβάνει πολιτικά κόμματα των οποίων η
δράση ηγετικών μελών δεν υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του
δημοκρατικού πολιτεύματος (βλ. σελ. 4-5 της σχετικής Τροπολογίας με
αριθμό κατ.22
1570/149/2.2.2023), ευνόητο είναι ότι ο Άρειος Πάγος δεν καλείται να εκφέρει θετική κρίση περιέχουσα αξιολογήσεις ανήκουσες στην ελεύθερη δημόσια σφαίρα, προκειμένου να διαπιστώσει αν πολιτικό κόμμα εξυπηρετεί το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά αν σε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν λόγοι, αναγόμενοι στη δράση προσώπων που έχουν καταδικασθεί για τα ανωτέρω αδικήματα και στις αντίστοιχες ποινές, βάσει των οποίων συνάγεται ότι η δράση πολιτικού κόμματος υπονομεύει ή αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και, επομένως, δεν είναισυμβατή με αυτή. Σημείο το οποίο χρήζει ανάλογης αποτύπωσης στο κείμενο του νόμου, ενόψει οριοθέτησης της σχετικής δικανικής κρίσης.
Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, στην περίπτωση του στοιχείου (β),
προϋπόθεση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών κόμματος είναι η
απουσία καταδίκης σε οποιονδήποτε βαθμό για τα οικεία αδικήματα, και ότι
στην περίπτωση του στοιχείου (γ), για την αξιολόγηση της συνδρομής της
προϋπόθεσης μη
εναντίωσης (κατ’ ορθή απόδοση του νοήματος της εν λόγω προϋπόθεσης)
στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, «λαμβάνεται
υπ’ όψιν η καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών κ.λπ.».
Το κρίσιμο στοιχείο, εν προκειμένω, δεν είναι η προσωπική απαξία όσων έχουν διαπράξει τα ως άνω εγκλήματα και έχουν καταδικασθεί για αυτά, αλλά το ότι πολιτικά κόμματα καταρτίζουν διά των εν λόγω προσώπων ή περιλαμβάνουν στους συνδυασμούς τους πρόσωπα που καλούνται, εκλεγόμενα, ενώ έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα με πολιτειακή απαξία, να συμπράξουν στη λειτουργία του πολιτεύματος. Επομένως, η καταδίκη τους για αδικήματα με πολιτειακή απαξία, και στις ως άνω ποινές, θεμελιώνει ενδεχόμενη κρίση του Δικαστηρίου περί εναντίωσης πολιτικού κόμματος στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε και να επιβεβαιωθεί ο κατάλογος των εν λόγω εγκλημάτων ως εγκλημάτων ενεχόντων πολιτειακή απαξία.
Γ. Επίσης, επειδή η κρίση περί πραγματικής ηγεσίας στην περίπτωση
(β), όπως και η κρίση περί συνδρομής της περίπτωσης (γ), προϋποθέτουν
εκτίμηση περί πραγμάτων, η προτεινόμενη ρύθμιση ορίζει ότι πολιτικά
κόμματα και εκλογείς έχουν το δικαίωμα υποβολής υπομνήματος με στοιχεία
τεκμη-
ρίωσης. Προς τον σκοπό διασφάλισης του δικαιώματος αμύνης κόμματος στο
οποίο προσάπτεται ότι δεν πληροί τις εν λόγω ουσιαστικές προϋποθέσεις,
θα ήταν πρόσφορο να προβλέπεται διαδικασία γνωστοποίησης των υπομνημάτων
που έχουν κατατεθεί και, αντίστοιχα, να παρέχεται δυνατότητα
αντίκρουσής τους.
Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι τα χρονικά όρια εντός των οποίων ενεργεί
το Δικαστήριο είναι ιδιαιτέρως στενά, αν όχι ασφυκτικά (βλ. άρθρο 35
παρ. 1 του π.δ. 26/2012). Και ότι, κατά συνέπεια, θα έπρεπε, υπό το φως
της νέας ρύθμισης, να διευρυνθούν τόσο προς διευκόλυνση των κομμάτων
όσο και, κυρίως, της δικανικής κρίσης.
Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 2023
Οι Εισηγητές
Αθηνά Κοντογιάννη
Νικόλαος Παπασπύρου
Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιστημονικοί Συνεργάτες
Γεώργιος Φωτόπουλος
Ειδικός Επιστημονικός Συνεργάτης
Ο Προϊστάμενος του Α ́ Τμήματος
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας
Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής
του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Ο Προϊστάμενος της Β ́ Διεύθυνσης
Επιστημονικών Μελετών
Αστέρης Πλιάκος
Καθηγητής του Οικονομικού
Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου
Κώστας Μαυριάς
Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου