27 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα τουρκικά στρατεύματα..
Ο Νουρεντίν πασάς παρέδωσε στον τουρκικό όχλο το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ο οποίος θανατώθηκε μετά από φρικτά βασανιστήρια μαζί με μέλη της δημογεροντίας..
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΖΕΙ.
«Μπήκαμε σε μια φάλαγγα, δυο χιλιάδες άντρες και ξεκινήσαμε για την αιχμαλωσία. Μας παραδώσανε δίχως καταστάσεις στο απόσπασμα που θα μας πήγαινε στην Μαγνησιά. Υποψιαστήκαμε πως μόλις βγούμε παραόξω θα μας ξεκάνουνε. Το κακό άρχισε μέσα στο σοκάκια της Σμύρνης. Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε κι ένας κόσμος εξαγριωμένος, διψασμένος για εκδίκηση, έπεσε πάνω μας με ξύλα, πέτρες, σίδερα.
- Βουρ, βουρ, κεραταλάρ!
Απ’ τα μπαλκόνια πετούσανε μπουκάλες και δοχεία μ’ ακαθαρσίες. Ίσαμε να φτάσουμε στο Μπασμάχανε, πενήντα πέσανε νεκροί. Τους πληγωμένους τους τραβούσανε πέρα απ’ τη γραμμή οι ίδιοι οι φύλακες και τους λέγανε ειρωνικά:
- Ώχου! Ώχου τους καημένους! Ελάτε να σας πάμε στο νοσοκομείο…
Και τους σκοτώνανε! Όσοι καταφέραμε και βγήκαμε ζωντανοί από τη Σμύρνη είπαμε «Δόξα σοι ο Θεός! Γλιτώσαμε…». Βιαστήκαμε. Παραόξω μας περιμένανε τα χειρότερα. Τα τουρκοχώρια, μόλις μας παίρνανε χαμπάρι, κατεβαίνανε στη δημοσιά να πάρουν εκδίκηση. Ο κάθε Τούρκος φώναζε σαν μανιακός:
- Εμένα μου σκοτώσανε το παιδί!
- Εμένα τη γυναίκα!
- Εμένα κάψανε το σπίτι μου!
Αρπάξανε από την τετράδα μας το Λύσαντρο, δάσκαλο απ’ τα μέρη του Πόντου, του σκίσανε την κοιλιά με μια μαχαιριά, τον βάλανε και βάδιζε κρατώντας τ’ άντερά του στα χέρια! Τον κατηγόρησε ένας γέρος, που τα τσίμπλικα μάτια του δεν καταλάβαινες αν ήταν ανοιχτά ή κλειστά.
- Να, αυτός είναι! Αυτός, και τον έδειχνε με το δάχτυλο.
Δυο τσέτες χίμηξαν πάνω του.
- Όχι, δεν είμαι εγώ. Δεν μπορεί να λέει εμένα! φώναξε ο Λύσαντρος, που δεν ήξερε ούτε το γέρο ούτε γιατί τον κατηγορούσε.
Οι τσέτες τον χτυπούσανε με μανία, όπως χτυπάς ένα κούτσουρο που δε λέει να σπάσει.
- Κερατά, γκιαούρη, εσύ μας έκαψες το σπίτι!
- Μην κολάζεστε. Δεν είμαι εγώ. Εγώ δεν τα ξέρω τούτα τα μέρη. Ποτέ δεν ήρθα… Πο…τέ…
Η μαχαιριά άνοιξε την κοιλιά του. Ο Τούρκος χούφτιασε τ’ άντερα.
- Πάρε στο χέρι την πλερωμή σου! Βάδιζε! Ακούς; Βάδιζε!
Τον άρπαξε απ’ το γιακά, τον έστησε ορθό. Κείνος γλυστρούσε χάμω σαν ρούχο. Λίγα βηματάκια μπόρεσε να κάνει κι ύστερα έπεσε νεκρός».
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου